βιότοπος

βιότοπος
Όρος στη βιογεωγραφία και στην οικολογία για τον προσδιορισμό μιας περιοχής με καθορισμένο περιβάλλον, στην οποία ζουν ένα ή πολλά είδη φυτικών ή ζωικών οργανισμών. Η ζωή των ζώων π.χ. είναι στενά συνδεδεμένη με τον φυτικό κόσμο ενός συγκεκριμένου περιβάλλοντος· τα φυτοφάγα ζώα παίρνουν την τροφή τους από τα φυτά και η ανάπτυξή τους εξαρτάται από αυτά. Τα φυτοφάγα ζώα όμως αποτελούν την τροφή για τα σαρκοφάγα και έτσι η εξάρτηση γίνεται περισσότερο σύνθετη, δημιουργώντας συγχρόνως μία τροφική αλυσίδα. Αλλά και οι κλιματικοί όροι της περιοχής, όπως η θερμοκρασία, η υγρασία, το φως, η ηλιοφάνεια ή ο φυσικοχημικός χαρακτήρας του εδάφους είναι σημαντικοί για τη ζωή των φυτών και των ζώων, γιατί άλλοι ευνοούν και άλλοι εμποδίζουν την ανάπτυξη ορισμένων οργανισμών. Μερικά είδη ζώων προτιμούν να ζουν σε βράχους, άλλα σε μαλακό έδαφος, και άλλα επηρεάζονται από τη φυσικοχημική του σύνθεση, βρίσκοντας ευμενέστερες συνθήκες ζωής σε πυριτολιθικά ή ασβεστολιθικά εδάφη. Η ανάπτυξη επίσης των υδρόβιων οργανισμών είναι εξαρτημένη κυρίως από την ποσότητα και την ποιότητα των διαλυμένων αλάτων στο νερό και από τη θερμοκρασία του.
* * *
ο
τόπος όπου ορισμένα ζώντα είδη συναντούν όλες τις απαραίτητες συνθήκες για την εκπλήρωση μέρους ή ολόκληρου του κύκλου της ζωής τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

  • πολυσαπροβιότοπος — ο, Ν βιολ. υδάτινο περιβάλλον με μεγάλο ποσοστό μόλυνσης από οργανικό υλικό, με λίγο ή καθόλου διαλυμένο οξυγόνο και με άφθονα βακτήρια, όπου σχηματίζονται σουλφίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polysaprobic (< πολυ * + σαπρός +… …   Dictionary of Greek

  • Κερκίνη — I Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 38 μ., 1.472 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 65 χλμ. ΒΔ της πόλης των Σερρών, κοντά στην όχθη της ομώνυμης λίμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • μικροβιότοπος — Μια επί μέρους περιοχή ενός ευρύτερου βιότοπου στην οποία έχει προσαρμοστεί ένας ή περισσότεροι πληθυσμοί και στην οποία οι περιβαλλοντικοί παράγοντες υφίστανται μικρότερες διακυμάνσεις απ’ ότι στο σύνολο του βιότοπου. Το τροπικό δάσος, για… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”