- βιότοπος
- Όρος στη βιογεωγραφία και στην οικολογία για τον προσδιορισμό μιας περιοχής με καθορισμένο περιβάλλον, στην οποία ζουν ένα ή πολλά είδη φυτικών ή ζωικών οργανισμών. Η ζωή των ζώων π.χ. είναι στενά συνδεδεμένη με τον φυτικό κόσμο ενός συγκεκριμένου περιβάλλοντος· τα φυτοφάγα ζώα παίρνουν την τροφή τους από τα φυτά και η ανάπτυξή τους εξαρτάται από αυτά. Τα φυτοφάγα ζώα όμως αποτελούν την τροφή για τα σαρκοφάγα και έτσι η εξάρτηση γίνεται περισσότερο σύνθετη, δημιουργώντας συγχρόνως μία τροφική αλυσίδα. Αλλά και οι κλιματικοί όροι της περιοχής, όπως η θερμοκρασία, η υγρασία, το φως, η ηλιοφάνεια ή ο φυσικοχημικός χαρακτήρας του εδάφους είναι σημαντικοί για τη ζωή των φυτών και των ζώων, γιατί άλλοι ευνοούν και άλλοι εμποδίζουν την ανάπτυξη ορισμένων οργανισμών. Μερικά είδη ζώων προτιμούν να ζουν σε βράχους, άλλα σε μαλακό έδαφος, και άλλα επηρεάζονται από τη φυσικοχημική του σύνθεση, βρίσκοντας ευμενέστερες συνθήκες ζωής σε πυριτολιθικά ή ασβεστολιθικά εδάφη. Η ανάπτυξη επίσης των υδρόβιων οργανισμών είναι εξαρτημένη κυρίως από την ποσότητα και την ποιότητα των διαλυμένων αλάτων στο νερό και από τη θερμοκρασία του.
* * *οτόπος όπου ορισμένα ζώντα είδη συναντούν όλες τις απαραίτητες συνθήκες για την εκπλήρωση μέρους ή ολόκληρου του κύκλου της ζωής τους.
Dictionary of Greek. 2013.